συμπόνεση
Смотреть что такое "συμπόνεση" в других словарях:
συμπόνεση — η, Ν η συμπόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. συμπόνεσα τού συμπονώ + κατάλ. ση (πρβλ. συγχώρε ση)] … Dictionary of Greek
συμπόνεση — η, Ν η συμπόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. συμπόνεσα τού συμπονώ + κατάλ. ση (πρβλ. συγχώρε ση)] … Dictionary of Greek